μαδᾷ

μαδᾷ
μαδάω
to be moist
pres subj mp 2nd sg
μαδάω
to be moist
pres ind mp 2nd sg (epic)
μαδάω
to be moist
pres subj act 3rd sg
μαδάω
to be moist
pres ind act 3rd sg (epic)
μαδός
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάδα — μάδᾱ , μαδάω to be moist pres imperat act 2nd sg μάδᾱ , μαδάω to be moist imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδάν — μαδά̱ν , μαδός fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρωπακιστής — δρωπακιστής, ο (AM) 1. αυτός που μαδά τις τρίχες του με δρώπακα 2. κομμωτής που κάνει αποτρίχωση 3. κίναιδος …   Dictionary of Greek

  • μαδάσκομαι — (Μ) (για πληγή) είμαι υγρός, πυώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα (βλ. μαδῶ) + επίθημα σκομαι δηλωτικό ρ. που σημαίνουν αρχή πράξης ή κατάστασης] …   Dictionary of Greek

  • μαδαρός — ή, ό (AM μαδαρός, ά, όν) φαλακρός νεοελλ. μσν. (για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος, γυμνός αρχ. 1. υγρός, υδατώδης, νερουλός 2. πλαδαρός, μαλακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα (βλ. μαδῶ) + επίθημα ρος (πρβλ. πλαδάω: πλαδαρός, χαλάω: χαλαρός). Κατ άλλους,… …   Dictionary of Greek

  • μαδητής — ο [μαδώ] αυτός που μαδά, αφαιρεί τις τρίχες, τα φτερά ή τα φύλλα …   Dictionary of Greek

  • χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… …   Dictionary of Greek

  • ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… …   Dictionary of Greek

  • Madarose — Madaro̱se [aus gr. μαδαρωσις = Ausfallen der Haare, bes. der Augenbrauen] w; , n, in fachspr. Fügungen: Madaro̱sis, Mehrz.: ...o̱ses: chronische Entzündung des Lidrandes mit Verlust der Wimpern …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • χήνα — η 1. είδος πουλιού. 2. μωρός, ανόητος: Βρήκε χήνα και τη μαδά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”