μάδα — μάδᾱ , μαδάω to be moist pres imperat act 2nd sg μάδᾱ , μαδάω to be moist imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδάν — μαδά̱ν , μαδός fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρωπακιστής — δρωπακιστής, ο (AM) 1. αυτός που μαδά τις τρίχες του με δρώπακα 2. κομμωτής που κάνει αποτρίχωση 3. κίναιδος … Dictionary of Greek
μαδάσκομαι — (Μ) (για πληγή) είμαι υγρός, πυώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα (βλ. μαδῶ) + επίθημα σκομαι δηλωτικό ρ. που σημαίνουν αρχή πράξης ή κατάστασης] … Dictionary of Greek
μαδαρός — ή, ό (AM μαδαρός, ά, όν) φαλακρός νεοελλ. μσν. (για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος, γυμνός αρχ. 1. υγρός, υδατώδης, νερουλός 2. πλαδαρός, μαλακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα (βλ. μαδῶ) + επίθημα ρος (πρβλ. πλαδάω: πλαδαρός, χαλάω: χαλαρός). Κατ άλλους,… … Dictionary of Greek
μαδητής — ο [μαδώ] αυτός που μαδά, αφαιρεί τις τρίχες, τα φτερά ή τα φύλλα … Dictionary of Greek
χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… … Dictionary of Greek
ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… … Dictionary of Greek
Madarose — Madaro̱se [aus gr. μαδαρωσις = Ausfallen der Haare, bes. der Augenbrauen] w; , n, in fachspr. Fügungen: Madaro̱sis, Mehrz.: ...o̱ses: chronische Entzündung des Lidrandes mit Verlust der Wimpern … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
χήνα — η 1. είδος πουλιού. 2. μωρός, ανόητος: Βρήκε χήνα και τη μαδά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)